Καθώς ο πληθυσμός της γης συνεχίζει να αυξάνεται, με τους περισσότερους κατοίκους να εγκαθίστανται στα αστικά κέντρα, οι περιβαλλοντικές προκλήσεις γίνονται πιεστικότερες παγκοσμίως. Στην Ε.Ε. υπάρχει σαφής σύνδεση της περιβαλλοντικής πολιτικής με τις πολιτικές ανάπτυξης. Είναι σαφές ότι για μια επιτυχή έξοδο από την κρίση, η νέα ευρωπαϊκή στρατηγική, με το όνομα «Ευρώπη 2020», μετά και τη Σύνοδο της Κοπεγχάγης, πρεσβεύει ότι κύριο και μακροπρόθεσμο στόχο αποτελεί ένα αειφόρο μέλλον με αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων της Ε.Ε: ικανό εργατικό δυναμικό, ισχυρή τεχνολογική και βιομηχανική βάση, μεγαλύτερη ενιαία αγορά, οικονομία με κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη και πρωτοπορία στον τομέα του περιβάλλοντος.
Πράγματι, το όραμα της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» συνοψίζεται στην επίτευξη μιας ανάπτυξης έξυπνης, αειφόρου και χωρίς αποκλεισμούς, η οποία θα βασίζεται στην καινοτομία και θα προωθεί την αποτελεσματικότερη χρήση των φυσικών πόρων σε μια «πράσινη οικονομία» υψηλής απασχόλησης. Επιπλέον, η ανάπτυξη αυτή εξειδικεύεται και σε αντιπροσωπευτικούς αριθμητικούς στόχους, σύμφωνα με τους οποίους μέχρι το 2020 πρέπει: α) το 75% του πληθυσμού ηλικίας 20-64 να έχει απασχόληση, β) το 3% του ΑΕΠ της Ε.Ε. να επενδύεται σε έρευνα και ανάπτυξη, γ) οι στόχοι 20/20/20 για την ενέργεια και την κλιματική αλλαγή να επιτευχθούν, ώστε η μείωση των ρυπογόνων εκπομπών να φθάσει ακόμα και στο 30%. Πρωτίστως, όμως, αναγκαίο είναι να υπολογιστούν σωστά οι επιπτώσεις των παραπάνω ρυπογόνων παραγόντων στο περιβάλλον. Αυτό περιλαμβάνει μια πιο συστηματική εφαρμογή της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει», τη σταδιακή κατάργηση των περιβαλλοντικά επιβλαβών επιχορηγήσεων, τη μετατόπιση της φορολογίας από την εργασία προς τη ρύπανση και τη διεύρυνση των αγορών περιβαλλοντικών αγαθών και υπηρεσιών.
Για την Ελλάδα, συγκεκριμένα, προτεραιότητα δεν αποτελεί να παρακολουθεί απλώς τις ευρωπαϊκές εξελίξεις σε θεσμικό επίπεδο και να προσαρμόζεται ονομαστικά, αλλά να συγκλίνει στην ουσία του ευρωπαϊκού περιβαλλοντικού κεκτημένου και μέσα από τη σύγκλιση αυτή να αντιμετωπίσει τις ανάγκες που αφορούν τόσο στην περιβαλλοντική προστασία όσο και στην εμπέδωση ενός ιδιαίτερου παραγωγικού υποδείγματος: κλίμα, φυσικό περιβάλλον, πολιτισμός, υψηλή κοινωνική συνοχή, όλα στην κατεύθυνση της αειφόρου ανάπτυξης. Πρακτικά, στη χώρα μας, μέσω της υλοποίησης του ΕΣΠΑ 2014-2020 επιδιώκεται σήμερα η αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αδυναμιών της χώρας, που συνετέλεσαν στην εμφάνιση της οικονομικής κρίσης αλλά και των προβλημάτων, οικονομικών και κοινωνικών, που αυτή δημιούργησε. Είναι φανερό ότι η ουσιαστική προστασία του περιβάλλοντος θα πρέπει να επιδιωχθεί μόνο μέσω της οριζόντιας ενσωμάτωσης κριτηρίων βιωσιμότητας στο σύνολο των δημόσιων πολιτικών και κυρίως στις παραδοσιακά «αναπτυξιακές» δημόσιες πολιτικές (μεταφορές, ενέργεια, αστική ανάπτυξη), ώστε αυτές να καταστούν εγγενώς βιώσιμες, σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης αλλά και Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Στο πεδίο των ΟΤΑ, μάλιστα, το πρόβλημα έχει γιγαντωθεί καθώς διαπιστώνεται -πέρα από κάθε αμφιβολία- η ολοένα και μεγαλύτερη υποβάθμιση του περιβαλλοντικού ζητήματος και ειδικότερα των απαιτούμενων δράσεων για τη βελτίωση του αστικού και περιαστικού χώρου. Παράδειγμα: η οικονομική κρίση και συνακόλουθα η έλλειψη πόρων, σε συγκερασμό με την άναρχη δόμηση και την έλλειψη ελεύθερου χώρου, οδήγησαν και οδηγούν τις διοικήσεις των δήμων σε δέσμευση χώρων. Μια τέτοια δράση όμως συναντά εμπόδια, όπως η έλλειψη πιστώσεων και οι πάσης φύσεως αποφάσεις δικαστηρίων, που στο όνομα της προστασίας της ιδιοκτησίας προχωρούν σε αποδεσμεύσεις, με αποτέλεσμα να χάνονται διαρκώς χώροι. Λύση θα μπορούσε να αποτελέσει εδώ αφενός η αύξηση των πιστώσεων από το Πράσινο Ταμείο για περαιτέρω απόκτηση χώρων με δίκαιη κατανομή τους, κυρίως σε υποβαθμισμένους και πυκνοδομημένους δήμους, αφετέρου η τροποποίηση του νομοθετικού πλαισίου με ελεύθερη απόκτηση χώρων από την πλευρά των δήμων. Ώστε οι τελευταίοι να ενεργοποιηθούν προκειμένου να δημιουργηθούν συνθήκες αειφόρου ανάπτυξης όχι μόνο στο Λεκανοπέδιο Αττικής αλλά και σε όλη τη χώρα. Παράλληλα, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να παρακολουθούν τις σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις κατά την υλοποίηση των όποιων δράσεων, ώστε να προσδιοριστούν οι απρόβλεπτες δυσμενείς επιπτώσεις και να λαμβάνονται τα απαιτούμενα διορθωτικά μέτρα.
Όλα τα παραπάνω αποκτούν ιδιαίτερη σημασία και κρισιμότητα στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής στην Ευρώπη, τα δυσμενή αποτελέσματα της οποίας είναι αισθητά, ενώ πιθανή μη επιτυχής προσαρμογή σε αυτή αναμένεται να οδηγήσει σε επιδείνωση των περιβαλλοντικών πόρων. Κατά πόσο ο αναπτυξιακός σχεδιασμός για την Ελλάδα του 2020 θα οδηγήσει εν τέλει σε μια ρεαλιστική αναγέννηση της ελληνικής οικονομίας με ανάταξη του περιβαλλοντικού ιστού και γνώμονα τις αρχές της αειφόρου ανάπτυξης, μένει να φανεί εκ του αποτελέσματος.
Αναμφίβολα, η «ευημερία εντός των ορίων του πλανήτη μας» πρέπει να είναι κοινός στόχος.
Βασιλική Μελέτη