Οι Πράσινοι Φόροι ως Μοντέλο Αειφορίας και Μοχλός Αναπτυξιακής Πολιτικής στην Τοπική Αυτοδιοίκηση
- Post by Βασιλική Μελέτη
- 21/06/2018
Η φορολογική αποκέντρωση αποτιμάται στην πράξη με το ποσοστό των φορολογικών εσόδων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης προς τα συνολικά φορολογικά έσοδα του Δημόσιου Τομέα ή από τη σύγκριση των εσόδων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με τα αντίστοιχα της Κεντρικής Διοίκησης. Στην περίπτωση αυτή όμως τίθεται το ζήτημα της διάκρισης μεταξύ των φορολογικών εσόδων που ανήκουν στη βαθμίδα που εισπράττει τους φόρους και εκείνων που ανήκουν στη βαθμίδα εκείνη, υπέρ της οποίας εισπράττονται από άλλη βαθμίδα διοίκησης.
Στην πράξη, δεν έχουν όλοι οι ΟΤΑ στη χώρα μας την ίδια δυνατότητα άντλησης φορολογικών εσόδων, λόγω διαφορετικής φοροδοτικής ικανότητας των δημοτών, ούτε και τις ίδιες ανάγκες. Έτσι, με την εκχώρηση φορολογικής εξουσίας στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, άλλοι ΟΤΑ βρίσκονται με περισσότερα έσοδα από όσα πραγματικά χρειάζονται, ενώ άλλοι με λιγότερα. Αυτό βέβαια απαιτεί μια άλλη φορολογική κουλτούρα, προκειμένου να επιτευχθεί με το βέλτιστο τρόπο η κατανομή των πόρων και η αξιοποίησή τους. Κατά συνέπεια, ορισμένοι πιο εύποροι ΟΤΑ μπορούν να καλύπτουν τις ανάγκες τους, επιβάλλοντας σχετικά χαμηλούς φόρους, στους δημότες τους, ενώ στον αντίποδα λιγότερο ανθηροί ΟΤΑ, αν και εξαντλούν τις δυνατότητες αξιοποίησης των φορολογικών εσόδων που τους παρέχει η νομοθεσία, δεν μπορούν, λόγω έλλειψης των αναγκαίων οικονομικών μέσων, να αναλάβουν τις αρμοδιότητες που τους έχουν μεταβιβαστεί. Προκύπτει, λοιπόν, έτσι το γνωστό θέμα της οικονομικής ανισότητας, δηλαδή το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών ΟΤΑ.
Σε επίπεδο Δήμων, οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις των παραδοσιακών επιδοτήσεων καθώς και η οικονομική ύφεση έχουν ασκήσει πίεση στις κυβερνήσεις ανά τον κόσμο, σταδιακά να τις εξαλείψουν, έτσι ώστε να προβληθεί το αντίπαλο δέος της αειφόρου ανάπτυξης. Τα προηγούμενα έτη, πρωτοπόρες χώρες παγκοσμίως εφάρμοσαν κατά γράμμα το πρότυπο των «αντισταθμιστικών» επιδοτήσεων, υπό την έννοια ότι για να λάβουν οι Δήμοι οικονομική ενίσχυση πρέπει να προηγηθούν οι ελάχιστες προϋποθέσεις. Πώς λειτουργούν λοιπόν οι Πράσινοι Φόροι;
Κατ’ αρχάς, οι Πράσινοι Φόροι αντιπροσωπεύουν ανά την υφήλιο ένα πολλά υποσχόμενο μέσο πολιτικής που μπορεί να οδηγήσει τις οικονομίες στην υλοποίηση των δεσμεύσεών τους για μείωση του άνθρακα. Θεωρούνται τελεσφόρα μέσα βασιζόμενα σε συγκεκριμένα κίνητρα, καθώς όχι μόνο καταφέρνουν να αλλάξουν τη συμπεριφορά της κοινωνίας συνολικά, αλλά και προωθούν ταυτόχρονα και την τεχνολογική ανάπτυξη. Οι Πράσινοι Φόροι εν έτει 2018 εκπροσωπούν μόλις το 3% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, γεγονός το οποίο πρέπει να αλλάξει. Αν και τελευταία έχει καταγραφεί μια ελαφρά ανοδική τάση, ωστόσο πρέπει απαραιτήτως η υπάρχουσα τάση να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια. Η επιτυχία των μεταρρυθμίσεων που έχουν επέλθει με τους Πράσινους Φόρους σχετίζεται με το ότι δεν αυξάνουν τη φορολόγηση των πολιτών, δεδομένου ότι εξισορροπούνται από μειώσεις στο φόρο εισοδήματος και στα δημοτικά τέλη. Παράλληλα, δεν επιδέχονται φοροδιαφυγής, αντίθετα συμβάλλουν στην αύξηση της απασχόλησης, τόσο λόγω της μείωσης των κοινωνικών εισφορών όσο και μέσω της δημιουργίας νέων θέσεων απασχόλησης, ιδίως στις «πράσινες βιομηχανίες», οι οποίες δημιουργήθηκαν εξαιτίας της περιβαλλοντικής φορολογίας (π.χ. βιομηχανίες ανακύκλωσης δομικών υλών, επεξεργασία αποβλήτων κ.λ.π.).
Οι Πράσινοι Φόροι βοηθούν περαιτέρω στην αλλαγή προτύπων κατανάλωσης και παραγωγής, θέτοντας τα σε νέα υγιέστερη βάση και σε ένα φιλικότερο πλαίσιο προς το περιβάλλον. Είναι αυτονόητο, βέβαια, ότι η προσθήκη Περιβαλλοντικών Φόρων πρέπει απαραιτήτως να συνοδεύεται από ισόποσες μειώσεις, ώστε να μην επιβαρύνουν τους πολίτες δημιουργώντας τους αρνητική διάθεση απέναντι στους φόρους. Παράλληλα, οι συγκεκριμένοι Φόροι δεν πλήττουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας με την άνοδο του κόστους των πρώτων υλών, όπως, συγχρόνως, δεν επηρεάζουν τη ζήτηση.
Ενδεικτικά παραδείγματα Πράσινων Φόρων που μπορούν να εφαρμοστούν είναι: α) φόροι άνθρακα για τη χρήση ορυκτών καυσίμων από τα παραγόμενα αέρια θερμοκηπίου, β) δασμοί επί των εισαγόμενων εμπορευμάτων που περιέχουν σημαντική μη οικολογική εισροή ενέργειας, σε επίπεδο απαραίτητο για τη δίκαιη μεταχείριση των εκάστοτε εγχώριων κατασκευαστών, γ) φόροι αποζημίωσης για την εξόρυξη ορυκτών, ενεργειακών και δασικών προϊόντων, δ) τέλη άδειας για κατασκήνωση, πεζοπορία, ψάρεμα, κυνήγι και συναφή εξοπλισμό, ε) ειδικοί φόροι επί των τεχνολογιών και των προϊόντων που συνδέονται με σημαντικές αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις, ζ) φόροι διάθεσης αποβλήτων και επιστρεπτέα τέλη, η) φόροι επί των λυμάτων, ρύπανσης και άλλων επικίνδυνων αποβλήτων, θ) τέλη λόγω χρήσης φυσικών πόρων και υποδομών. Ένα τέτοιο έργο, σύμφωνα με την EEF (2017) είναι για παράδειγμα η χρήση τεχνολογίας LED, με τη βοήθεια της οποίας ένας Δήμος μπορεί να μειώσει την κατανάλωση ενέργειας μέχρι και 80% με παράλληλη μείωση του κόστους συντήρησης του δικτύου λόγω μεγάλης διάρκειας ζωής των συστημάτων LED.
Αν μιλάμε για ουσιαστική Πράσινη Ανάπτυξη, οι Φόροι μπορούν πράγματι να λειτουργήσουν ως μοντέλο αειφορίας και μοχλός αναπτυξιακής πολιτικής και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Επειδή οι Πράσινοι Φόροι αποτελούν λύση για την ενίσχυση της παγκόσμιας οικονομίας στην περίοδο της κρίσης που θα της δώσουν ώθηση, ώστε να καταστεί πιο ανταγωνιστική στο μέλλον, οι Δήμοι πρέπει, επομένως, και στην Ελλάδα να τους υιοθετήσουν. Σημειωτέον ότι, με εξαίρεση το πρόσφατο τέλος για την πλαστική σακούλα, ελάχιστα μέτρα έχουν ληφθεί για το περιβάλλον, με αποτέλεσμα η Πράσινη Φορολογία να μην έχει καταγράψει -ακόμα ρεαλιστικά- αισθητή πρόοδο, εξαιτίας των σωρευτικών ασφυκτικών φορολογικών πιέσεων που ασκούνται από το κράτος στους πολίτες κατά τα χρόνια των Μνημονίων.
Σε κάθε περίπτωση, σπουδαίο συστατικό στοιχείο στην επιτυχία του όποιου εγχειρήματος ορθής χρήσης και ανάπτυξης των Πράσινων Φόρων, είναι η σωστή ενημέρωση των πολιτών, προκειμένου να τους γνωστοποιηθεί η σημασία των φορολογικών μέτρων με γνώμονα τη βέλτιστη λειτουργία των Δήμων, την προστασία του περιβάλλοντος και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Στο μέλλον, λοιπόν, είναι απαραίτητη η κατάρτιση στρατηγικού πλάνου ενημέρωσης του κοινού για την καλύτερη κατανόηση του ζητήματος. Το στρατηγικό πλάνο θα πρέπει να υποστηριχθεί με ξεκάθαρες διαφημιστικές δράσεις και προβολή της σημασίας τους. Ειδικότερα, προτείνεται η εμπλοκή στη διαδικασία προσωπικοτήτων, αποδεκτών από το ευρύ κοινό, ώστε μέσα από τη δική τους παραίνεση και συμβολή στη διαδικασία να πειστεί το κοινό για το ρόλο και τη σημασία χρήσης των Πράσινων Φόρων.
Κάθε Δήμος, ανάλογα με τις ανάγκες του, θα πρέπει να σχεδιάζει και να αναπτύσσει ένα δυναμικό στρατηγικό περιβαλλοντικό σχέδιο, το οποίο θα περιλαμβάνει ένα άξονα ενημέρωσης και ένα άξονα διαχείρισης, με σκοπό σταδιακά να καταστεί εύληπτο στους πολίτες ότι οι σημερινοί δυσβάσταχτοι και ακατανόητοι -από πλευράς πρακτικής ωφέλειας- φόροι οφείλουν να αντικατασταθούν με άλλους προσανατολισμένους σε φιλικές δράσεις για το περιβάλλον. Η μελέτη γνωστών περιπτώσεων, όπως της Μεγάλης Βρετανίας, αλλά και σκανδιναβικών χωρών, θα συνεισέφερε στη βελτίωση της ισχύουσας κατάστασης σε επίπεδο Δήμων. Οι Δήμοι καλούνται να μελετήσουν πετυχημένα συστήματα και κατόπιν να προβούν σε γενναίες προσαρμογές στις δικές τους ανάγκες.
Η ως άνω στρατηγική σκόπιμο είναι να αναπτυχθεί μέσα από σχέδια πανευρωπαϊκής εμβέλειας, τα οποία θα αποτελέσουν πρότυπο παράδειγμα για τους Ελληνικούς Δήμους. Πρωτίστως, όμως το κράτος οφείλει να ενημερώνει διαρκώς για τις επιλογές, τις ευκαιρίες και τα εργαλεία που μπορούν να τεθούν στη διάθεση των δημοτικών αρχών της χώρας, ώστε οι τελευταίες να συμπράττουν συνειδητά με τις αντίστοιχες δημοτικές αρχές άλλων ευρωπαϊκών κρατών και να προχωρούν σε από κοινού έργα Πράσινης Ανάπτυξης και στην εφαρμογή διακρατικών περιβαλλοντικών δράσεων μέσω των ιδίων των Δήμων, καθώς στην πράξη γνωρίζουν σε βάθος τις ανάγκες λειτουργίας των τοπικών τους κοινωνιών, με τελικό σκοπό την πολύπλευρη προώθηση της Πράσινης Φορολογικής Μεταρρύθμισης για την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Βασιλική Μελέτη